- ἐπωπίς
- ἐπωπ-ίς, ίδος, ἡ,A watcher ([dialect] Lacon.), Hsch.II epith. of Demeter at Sicyon, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωπίς — ἐπωπίς, ἡ (Α) 1. ακόλουθος, συνοδός 2. επίκληση τής Δήμητρας στη Σικυώνα … Dictionary of Greek
ἐπωπίς — watcher fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωπίδα — ἐπωπίς watcher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωπίδες — ἐπωπίς watcher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπωπίδα — ἑπωπίς attendant fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπωπίδες — ἑπωπίς attendant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)